- χειροπεδώ
- -έω, Ν [χειροπέδη]δένω τα χέρια κάποιου με χειροπέδες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χειροπεδώ — ησα, δένω κάποιον με χειροπέδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)